- ἀλφάδιον
- ἀλφάδιον· ἐχθρόν, Hsch.2 Dim. of ἄλφα, carpenter's square, Eustr.in EN322.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλφάδι — το (Μ ἀλφάδιον) γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. άδι* η ονομασία τού οργάνου οφείλεται στο σχήμα του. ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω] … Dictionary of Greek